- υπεραβελτερος
- ὑπεραβέλτεροςὑπερ-ᾰβέλτερος2необыкновенно глупый
(πρόφασις Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(πρόφασις Dem.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεραβέλτερος — έρα, ον, θηλ. και ος, Α περισσότερο και από ἀβέλτερος*, τελείως ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀβέλτερος «μωρός, ανόητος»] … Dictionary of Greek
ὑπεραβέλτεροι — ὑπεραβέλτερος excessively simple masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)